- κατέστειλα
- καταστέλλωput in orderaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστέλλω — καταστέλλω, κατέστειλα βλ. πίν. 85 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταστέλλω — κατάστειλα και κατέστειλα, καταστάλ(θ)ηκα, κατασταλμένος 1. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω: Κατέστειλε το θυμό του. 2. καταπραΰνω, καταπνίγω: Οι Τούρκοι κατέστειλαν την επανάσταση στη Μακεδονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)